νεουργής
English (LSJ)
ές, = νεουργός (new-made, newmade)¹, Plu. Aem. 5, Alciphr. 3.57, Jul. Or. 2.71c.
German (Pape)
[Seite 245] ές, = νεουργός; Plut. Aem. P. 5; Alciphr. 3, 57.
Greek (Liddell-Scott)
νεουργής: -ές, = τῷ ἑπομ., Πλούτ. Αἰμίλ. 5, Ἀλκίφρ. 3. 57.
Greek Monolingual
νεουργής, -ές (Α)
αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, καινουργιοφτειαγμένος, καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ουργής (< έργον)].
Greek Monotonic
νεουργής: -ές, = ἡ νεουργία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
νεουργής: Plut. = νεουργός.