νεουργής

Revision as of 13:14, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ές, = νεουργός (new-made, newmade)¹, Plu. Aem. 5, Alciphr. 3.57, Jul. Or. 2.71c.

German (Pape)

[Seite 245] ές, = νεουργός; Plut. Aem. P. 5; Alciphr. 3, 57.

Greek (Liddell-Scott)

νεουργής: -ές, = τῷ ἑπομ., Πλούτ. Αἰμίλ. 5, Ἀλκίφρ. 3. 57.

Greek Monolingual

νεουργής, -ές (Α)
αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, καινουργιοφτειαγμένος, καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ουργής (< έργον)].

Greek Monotonic

νεουργής: -ές, = ἡ νεουργία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

νεουργής: Plut. = νεουργός.