νεουργία

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek (Liddell-Scott)

νεουργία: ἡ, τὸ νεουργές, Εὐσέβ. ΙΙ, 1468Α.

Greek Monolingual

νεουργία, ἡ (ΑΜ) νεουργός (Ι)]
επεξεργασία ή κατασκευή που έγινε πρόσφατα
αρχ.
ανανέωση, ανακαίνιση.