συρίσκος

From LSJ
Revision as of 10:34, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρίσκος Medium diacritics: συρίσκος Low diacritics: συρίσκος Capitals: ΣΥΡΙΣΚΟΣ
Transliteration A: syrískos Transliteration B: syriskos Transliteration C: syriskos Beta Code: suri/skos

English (LSJ)

ὁ, v. ὑρισός.

Greek (Liddell-Scott)

συρίσκος: σύρισσος, ἴδε ὑρισός.

Greek Monolingual

και ὑρίσκος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῑόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι
τινὲς δὲ ὑρίσκον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύριχος.