τιθαίνομαι
From LSJ
Full diacritics: τιθαίνομαι | Medium diacritics: τιθαίνομαι | Low diacritics: τιθαίνομαι | Capitals: ΤΙΘΑΙΝΟΜΑΙ |
Transliteration A: tithaínomai | Transliteration B: tithainomai | Transliteration C: tithainomai | Beta Code: tiqai/nomai |
*τιθαίνομαι, [ῐ] v. τιθηνέω.
τῐθαίνομαι: ἴδε τιθηνέω.
Α
τρέφω κάποιον ως τροφός, θηλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐτιθήνατο].
τιθαίνομαι: вскармливать (Ἣραν ἐτιθήνατο Τηθύς Luc.).