πάρκειμαι
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
poet. for παράκειμαι.
English (Slater)
πάρκειμαι v. παράκειμαι.
Russian (Dvoretsky)
πάρκειμαι: поэт. = παράκειμαι.