στροιβός

Revision as of 10:43, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

δεινός, Hsch. (fort. δῖνος).

German (Pape)

[Seite 955] = στρόβος, στρόμβος, Hesych.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «δῑνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. στρεβλός (βλ. λ. στρέφω) με δυσερμήνευτο -οι-, το οποίο θα μπορούσε ίσως να έχει προέλθει από συμφυρμό με κάποια άλλη ρίζα, πιθ. σχετική με τα ανθρωπωνύμια Στροῖβος, Στρείβουν, χωρίς, όμως, να θεωρείται πιθανή η ύπαρξη ενός ρ. στρείβω με σημ. «γυρίζω γύρω γύρω»].