συμπαίκτειρα
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
ἡ, fem. of συμπαίκτης.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμπαίκτης.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμπαίκτης.