Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
η, ον, v. χαμαισύκη.
-ίνη, -ον, μααυτός που παρασκευάζεται από καρπούς του φυτού χαμαισύκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαισύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. μαστίχ-ινος)].