χαμαισύκινος

Revision as of 10:45, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

η, ον, v. χαμαισύκη.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, μα
αυτός που παρασκευάζεται από καρπούς του φυτού χαμαισύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαισύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. μαστίχ-ινος)].