χαμαισύκινος

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαμαισύκινος Medium diacritics: χαμαισύκινος Low diacritics: χαμαισύκινος Capitals: ΧΑΜΑΙΣΥΚΙΝΟΣ
Transliteration A: chamaisýkinos Transliteration B: chamaisykinos Transliteration C: chamaisykinos Beta Code: xamaisu/kinos

English (LSJ)

η, ον, v. χαμαισύκη.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, μα
αυτός που παρασκευάζεται από καρπούς του φυτού χαμαισύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαισύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. μαστίχινος)].