χαμαισύκινος
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
η, ον, v. χαμαισύκη.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, μα
αυτός που παρασκευάζεται από καρπούς του φυτού χαμαισύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαισύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. μαστίχινος)].