μεγαλόκοιλος
English (LSJ)
v. μεγαλοκοίλιος.
German (Pape)
[Seite 106] mit großer Höhlung, Sp.
Greek Monolingual
μεγαλόκοιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κοῖλος (πρβλ. ορθό- κοιλος, υδρό-κοιλος)].
v. μεγαλοκοίλιος.
[Seite 106] mit großer Höhlung, Sp.
μεγαλόκοιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κοῖλος (πρβλ. ορθό- κοιλος, υδρό-κοιλος)].