παρθενοκομία
English (LSJ)
v. παρθενοκόμος.
German (Pape)
[Seite 521] ἡ, Pflege der Jungfrauen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενοκομία: ἡ, ἡ περὶ παρθένων φροντίς, ἀνατροφὴ αὐτῶν, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 541C, Ἀν. Ὀξ. Κραμ. τ. 2, σ. 398, 17.
Greek Monolingual
ἡ, Α
παρθενοκόμος
η μέριμνα ή η ανατροφή παρθένων.