Doric for δημόομαι.
δᾱμόομαι 1 make public met. γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον (παίξωμεν καὶ εἰς τὸν δῆμον ἀγάγωμεν. Σ. i. e. subj. aor. ?) (I. 8.8)