μεσαμβρινός
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
v. μεσημβρινός.
Greek Monolingual
μεσαμβρινός, -ά, -όν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεσημβρινός.
Greek Monotonic
μεσαμβρῐνός: μεσ-αμέριος, Δωρ. αντί μεσ-ημ-.