κατακυλίω

Revision as of 10:52, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. κατακυλίνδω.

French (Bailly abrégé)

c. κατακυλίνδω.
Étymologie: κατά, κυλίω.

Greek Monolingual

κατακυλίω)
κυλώ κάτι προς τα κάτω, κατρακυλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κυλίω «κυλώ»].

Russian (Dvoretsky)

κατακῠλίω: (ῑ) (aor. pass. κατεκῠλίσθην, part. pf. κατακεκῠλισμένος)
1) катить вниз, скатывать; pass. скатываться, падать (κυνέη ἄνωθεν κατακυλισθεῖσα Her.; κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων Xen.);
2) med.-pass. катить, ехать (ἐν ταῖς ἁμάξαις Plut.).