κατακυλίω
English (LSJ)
v. κατακυλίνδω.
French (Bailly abrégé)
c. κατακυλίνδω.
Étymologie: κατά, κυλίω.
Greek Monolingual
(Α κατακυλίω)
κυλώ κάτι προς τα κάτω, κατρακυλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κυλίω «κυλώ»].
Russian (Dvoretsky)
κατακῠλίω: (ῑ) (aor. pass. κατεκῠλίσθην, part. pf. κατακεκῠλισμένος)
1) катить вниз, скатывать; pass. скатываться, падать (κυνέη ἄνωθεν κατακυλισθεῖσα Her.; κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων Xen.);
2) med.-pass. катить, ехать (ἐν ταῖς ἁμάξαις Plut.).