μιαροφαγία

Revision as of 11:03, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

ἡ, eating of abominable meats, LXX 4 Ma. 5.27.

German (Pape)

[Seite 182] ἡ, das Essen unreiner oder verunreinigenden Speisen, Sp.

Greek Monolingual

η (Α μιαροφαγία) μιαροφάγος
το να τρώει κανείς μιαρές, ακάθαρτες τροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. ωμο-φάγος.