κύριθρα
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
τά, wooden masks, Hsch.; cf. κυριττοί.
Greek Monolingual
κύριθρα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ξύλινα προσωπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]