γνυπτέω
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
(leg. γνυπετέω), to be weak, Hsch.
Spanish (DGE)
caer de rodillas Hsch.s.u. γνυπτήσει
•estar débil Hsch.s.u. γνυπτῶν, -εῖν.