μουσόπνους

From LSJ
Revision as of 11:05, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσόπνους Medium diacritics: μουσόπνους Low diacritics: μουσόπνους Capitals: ΜΟΥΣΟΠΝΟΥΣ
Transliteration A: mousópnous Transliteration B: mousopnous Transliteration C: mousopnous Beta Code: mouso/pnous

English (LSJ)

πνουν, contr. for μουσόπνοος.

Greek Monolingual

μουσόπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
(για τον Ησίοδο) αυτός που αναδίδει μουσικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -πνους (< -πνοος < πνοή < πνέω), πρβλ. θεό-πνους, κρυφό-πνους].