μελιττουργία
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
Attic for μελισσουργία.
Greek Monolingual
μελιττουργία, ἡ (Α)
(αττ.τ.) βλ. μελισσουργία.
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
Full diacritics: μελιττουργία | Medium diacritics: μελιττουργία | Low diacritics: μελιττουργία | Capitals: ΜΕΛΙΤΤΟΥΡΓΙΑ |
Transliteration A: melittourgía | Transliteration B: melittourgia | Transliteration C: melittourgia | Beta Code: melittourgi/a |
Attic for μελισσουργία.
μελιττουργία, ἡ (Α)
(αττ.τ.) βλ. μελισσουργία.