διαγραφεύς

From LSJ
Revision as of 17:30, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγρᾰφεύς Medium diacritics: διαγραφεύς Low diacritics: διαγραφεύς Capitals: ΔΙΑΓΡΑΦΕΥΣ
Transliteration A: diagrapheús Transliteration B: diagrapheus Transliteration C: diagrafeys Beta Code: diagrafeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A one who makes a διάγραμμα: at Athens, one who drew up a register of taxable properties, Harp. s.v. διάγραμμα. 2 describer, ἠθῶν δ. Marcellin.Vit. Thuc.51.

Greek (Liddell-Scott)

διαγρᾰφεύς: έως, ὁ, ὁ ποιῶν διάγραμμα· ἐν Ἀθήναις, ὁ καταστρώνων διάγραμμα οἰκονομικὸν ἢ τῶν φόρων, Ἁρπ. ἐν λ. διάγραμμα ΙΙ. 2) ὁ περιγράφων, ἠθῶν δ. Μαρκελλῖν. ἐν βίῳ Θουκ. σ. XVI Bekk.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 escritor ἠθῶν δ. Marcellin.Vit.Thuc.51.
2 registrador de propiedades tasables, Hyp.Fr.152, cf. Harp.s.u. διάγραμμα, Sud.s.u. διάγραμμα.

Greek Monolingual

διαγραφεύς, ο (Α)
1. αυτός που περιγράφει
2. αυτός που κάνει διάγραμμα και, ιδιαίτερα στην Αθήνα, αυτός που καταστρώνει οικονομικό διάγραμμα ή διάγραμμα τών φόρων.