γόνυ

From LSJ
Revision as of 20:19, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γόνῠ Medium diacritics: γόνυ Low diacritics: γόνυ Capitals: ΓΟΝΥ
Transliteration A: góny Transliteration B: gony Transliteration C: gony Beta Code: go/nu

English (LSJ)

τό, gen. γόνατος, Ep. and Ion. γούνατος (for γόνϝατος) Il.21.591, Hdt.2.80: pl. nom.

   A γούνατα Il.5.176, Hes.Op.587, Hdt.1.199, Schwyzer694.7 (Chios, iv B. C.), gen. γουνάτων Hdt.9.76, dat. γούνασι Il.9.455, Hdt.4.152 (also Pi.I.2.26), γονάτεσσι Theoc.16.11, Epigr.Gr. 782 (Halic.); also Ep. gen. γουνός (expl. as for γόνυος by Hdn.Gr.2.768, A.D.Synt.342.9) Il.11.547: pl. γοῦνα 6.511; γούνων 1.407, al.: dat. γούνεσσι 9.488, al. (v.l. γούνασσι):—Aeol. acc. pl. γόνα Alc.39.7 (prob.), but γόννα acc. to St.Byz. s.v. Γόννοι, Eust.335.39: gen. pl. γόνων Alc.Supp.10:    E has γουνάτων Hec.752, 839, γούνασι Supp.285 (lyr.), Andr.529 (lyr.), but not γουνός (γοῦν' acc. pl. was read by Sch. in Ph.852): gen. pl. γεύνων, Hsch.:—knee, γόνυ γουνὸς ἀμείβων Il.11.547, etc.: freq. of clasping the knees in earnest supplication, ἥψατο γούνων 1.512; ἑλεῖν, λαβεῖν γούνων 21.71, 1.407, etc.; τῶν γουνάτων λαβέσθαι Hdt.9.76; ποτὶ (v.l. περὶ) or ἀμφὶ γούνασί τινος χεῖρας βαλεῖν Od.6.310, 7.142; περὶ γόνυ χέρας ἱκεσίους ἔβαλον E.Or.1414, cf. Ph.1622, etc.; τὰ σὰ γούναθ' ἱκάνομαι Il.18.457, cf. Od.7.147, etc.; κιχανόμενοι τὰ σὰ γοῦνα ἱκόμεθ' 9.266; ἀντίος ἤλυθε γούνων Il.20.463; γόνυ σὸν ἀμπίσχειν χερί E.Supp.165; σοῖς προστίθημι γόνασιν ὠλένας Id.Andr.895; ἐς γούνατά τινι or τινος πεσεῖν Hdt.5.86, S.OC1607; ἀμφὶ γόνυ τινὸς πίπτειν E.Hec.787; γόνυ τινός or πρὸς γόνυ προσπίπτειν ib.339, HF79; γόνασί τινος προσπίπτειν Id.Or.1332 (but προσπίτνω σε γόνασιν on my knees, S.Ph.485); πίπτειν πρὸς τὰ γ. τινος, tini, Lys.1.19, D.19.198; also γούνων λίσσεσθαι Il.9.451; ἐλλιτανεύειν Od.10.481; γουνάζεσθαι Il.22.345; ἄντεσθαι πρὸς τῶν γονάτων E.Med.710; ἱκετεῦσαι πρὸς τ. γ. D.58.70.    2 of a sitting posture, φημί μιν ἀσπασίως γ. κάμψειν will be glad to bend the knee so as to sit down and rest, Il.7.118, cf. 19.72; but also, bow the knee in submission, ἐμοὶ κάμψει (intr.) πᾶν γ. LXX Is.45.23; γ. ὀκλάζειν τινί ib.3 Ki.19.18, v. sub κάμπτω: ἐπὶ γούνασι on one's knees, ἐπὶ γούνασι πατρός Il.22.500; ποτὶ γ. 5.408; γούνασιν ἐφέσσεσθαι φίλον υἱόν 9.455; σ' ἐπ' ἐμοῖσι . . γούνεσσι καθίσσας 9.488; τόν ῥά οἱ . . ἐπὶ γούνασι θῆκεν Od.19.401; ἐν τοῖς γόνασί τινος στρέφεσθαι Pl.R. 617b; πέπλον . . θεῖναι Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν to lay it on her lap (as an offering), Il.6.92, cf. Schwyzer l.c.: hence metaph., θεῶν ἐν γούνασι κεῖται it rests in the lap of... Il.17.514, Od.1.267, etc.; but ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας victorious, Pi.I.2.26.    3 of the knees as the seat of strength, ἐν δὲ βίην ὤμοισι καὶ ἐν γούνεσσιν ἔθηκε Il.17.569; of swiftness, λαιψηρά γ. 22.204, etc.; γούνατά τινος λύειν disable, kill him, 5.176, etc.; ὑπὸ γούνατ' ἔλυσεν 11.579; βλάπτειν γ. τινι, ka/matos d' u(po\ g. e)da/mna, 7.271, 21.52:—Pass., αὐτοῦ λύτο γούνατα 21.114, etc.    4 metaph., ἐς γόνυ βάλλειν bring down upon the knee, i. e. humble, conquer, Hdt.6.27; ἐς γ. ῥίπτειν, κλίνειν, App.BC3.20,30; ἐς γ. ἐλθεῖν Procop.Arc.14, Pers.1.17; Ἀσία δὲ χθὼν . . ἐπὶ γόνυ κέκλιται A.Pers.931 (lyr.).    5 prov., ἀπωτέρω ἢ γόνυ κνάμα 'blood is thicker than water', 'charity begins at home', Theoc.16.18; γ. κνήμης ἔγγιον Arist.EN1168b8, Ath.9.383b.    II joint of grasses or plants, Hdt.3.98, X.An.4.5.26, Thphr.HP8.2.4, Porph.Antr.19. (Cf. Skt. jā´nu, Lat. genu, etc.)