προσηρμοσμένως
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Full diacritics: προσηρμοσμένως | Medium diacritics: προσηρμοσμένως | Low diacritics: προσηρμοσμένως | Capitals: ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΩΣ |
Transliteration A: prosērmosménōs | Transliteration B: prosērmosmenōs | Transliteration C: prosirmosmenos | Beta Code: proshrmosme/nws |
Adv. A fittingly, Hsch. s.v. ἀραρῶσαι.
προσηρμοσμένως: ἁρμοδίως, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀραρῶσαι.
Α
επίρρ. με τρόπο που αρμόζει, καθώς πρέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσηρμοσμένος, μτχ. μέσου παρακμ. του προσαρμόζω.