ἐξαυαίνω

Revision as of 18:06, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

A dry up, ὁ νότος . . τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων ἐξηύηνε (aor. 1) Hdt.4.173:—Pass., τὰ δένδρεα . . ἐξαυάνθη ib.151, cf. Hp.Carn.11, Ar.Fr.612, Arist.GA 750a22, Hsch. s.v. ἐξευασμένον.

German (Pape)

[Seite 874] ausdörren; ἐξηύηνε Her. 4, 175; ἐξαυάνθη 4, 151, u. so pass. oft; Arist. von Bäumen, verdorren; παιδάριον ἐξαυαίνεται Ar. fr. inc. 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυαίνω: ἐντελῶς ἀποξηραίνω, ὁ νότος... τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων ἐξηύηνε (ἀόρ. α΄) Ἡρόδ. 4. 173: - Παθ., τὰ δένδρεα ἐξαυάνθη αὐτόθι 151, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 514.

French (Bailly abrégé)

faire sécher ; Pass. se dessécher.
Étymologie: ἐξ, αὐαίνω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. pas. ἐξαυάνθη Hdt.4.151; perf. part. act. ἐξευηκότες Phot.ε 1190]
I tr. secar completamente, desecar c. ac. ἄνεμος τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων ἐξηύηνε Hdt.4.173, ὅλον ἐξαυαίνειν τὸ δένδρον Thphr.CP 5.12.5, (ὁ νότος) τά τε γὰρ φυόμενα ἐξαυαίνει Hp.Vict.2.38, en v. pas. τοῦ κολλώδεος ... τὸ ὑγρότατον ... ὑπὸ τοῦ θερμοῦ ... ξηραινόμενον καὶ ἐξαυαινόμενον Hp.Carn.11.
II intr., en v. med.-pas.
1 secarse completamente, resecarse c. suj. de plantas τὰ δένδρεα ... ἐξαυάνθη Hdt.l.c., ὁ δὲ φοῖνιξ ... ἐξηυαίνετο X.An.2.3.16 (cód. ap. crít.), τῶν τε γὰρ δένδρων τὰ πολλὰ πολυκαρπήσαντα λίαν ἐξαυαίνεται μετὰ τὴν φοράν Arist.GA 750a22, τὸ δὲ ἱπποσέλινον ... ἐξαυαίνεται Arist.Pr.923a35, τὰ μὲν ἐπέτεια (λαχάνα) ... ἐξαυαίνονται Thphr.HP 7.7.2, cf. Hp. en Erot.37.5
tb. en perf. act. estar seco ἐξευηκότες· ἐξηρασμένοι Phot.ε 1190.
2 consumirse, disminuir ἰσχυρῶν γινομένων πάγων ἐξαυαίνεται ἡ τοῦ θερμοῦ ἰσχύς Arist.Iuu.470a28, εἰ δὲ καὶ ἐξαυαίνοιτο ὑπὸ <τοῦ> λιμοῦ Ael.NA 5.29
consumirse, morir ἐνταῦθα δὴ παιδάριον ἐξαυαίνεται Ar.Fr.659.

Greek Monolingual

ἐξαυαίνω (Α) αυαίνω
ξηραίνω («ὁ νότος... τὰ ἔλυτρα... ἐξηύηνε»).

Greek Monotonic

ἐξαυαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, αποξηραίνω εντελώς, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαυαίνω:
1) высушивать (τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων Her.);
2) pass. сохнуть, увядать (τὰ δένδρεα ἐξαυάνθη Her.; τὰ φυτὰ ἐξαυαίνεται Arst.); чахнуть (παιδάριον ἐξαυαίνεται Arph.).

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to dry quite up, Hdt.