ἀναφορμίζομαι
From LSJ
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
English (LSJ)
A play a prelude, Apollon.Lex. s.v. ἀνεβάλλετο.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφορμίζομαι: ἀνακρούομαι, «ἀνεβάλλετο, ἀνεφορμίζετο, προοιμιάζετο» Ἀπολλωνίου Λεξικ. ἐν λέξ. ἀνεβάλλετο, σ. 126.
Spanish (DGE)
tocar un preludio Apollon.Lex.426.