ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Full diacritics: ἀχλᾰ́ς | Medium diacritics: ἀχλάς | Low diacritics: αχλάς | Capitals: ΑΧΛΑΣ |
Transliteration A: achlás | Transliteration B: achlas | Transliteration C: achlas | Beta Code: a)xla/s |
άδος, ἡ, late form of ἀχράς (q.v.), Sch. Theoc.1.134.
ἀχλάς: -άδος, ἡ, μεταγεν. τύπος τοῦ ἀχρὰς (ὅ ἴδε), Σχόλ. εἰς Θεόκρ.: ἐντεῦθεν ἀχλαδηφορέω, φέρω ἀχράδας, ἀχλάδια, Βυζ.
v. ἀχράς.