κοτυλίζω

From LSJ
Revision as of 18:02, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλίζω Medium diacritics: κοτυλίζω Low diacritics: κοτυλίζω Capitals: ΚΟΤΥΛΙΖΩ
Transliteration A: kotylízō Transliteration B: kotylizō Transliteration C: kotylizo Beta Code: kotuli/zw

English (LSJ)

A sell by the κοτύλη: hence, sell by retail, opp. ἀθρόα πιπράσκειν, Arist.Oec.1347b8, cf. PAmh.92.6 (ii A. D.), Phryn.PSp.79B.; μηδὲ ἐξ ἀμφορέων μηδὲ ἐκ πιθάκνης μηδ' ἐξ ψευδοπίθου κοτυλιζέτω μηδείς BCH50.214 (Thasos, v B. C.): metaph., μηδὲν κ., ἀλλὰ καταπάττειν χύδην Pherecr.168; κίρναντες… τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖσι πένησιν Ar.Fr.683.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλίζω: μέλλ. -ίσω, πωλῶ μὲ τὴν κοτύλην, πωλῶ λιανικῶς, ἀντίθετον τῷ ἀθρόως πιπράσκειν, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 78, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 9, 2, Α. Β. 46· μεταφορ., κιρνάντες...τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 555.

Greek Monolingual

κοτυλίζω (Α) κοτύλη
1. πουλώ κάτι με την κοτύλη, πουλώ λειανικά («τοῑς δὴ ἐμπόροις καλῶς εἶχε μὴ κοτυλίζειν, ἀλλ' ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾱσθαι», Αριστοτ.)
2. μτφ. παρέχω λίγα («κίρναντες γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

κοτῠλίζω:
1) продавать по котилам, т. е. по мелочам (τὰ φορτία πεπρᾶσθαι Arst.);
2) раздавать по частице (τὴν πόλιν τοῖς πένησιν Arph.).