τίλη

From LSJ
Revision as of 18:45, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και τίλα Α
καθένα από τα σωματίδια κονιορτού που αιωρείται στον αέρα και το οποίο γίνεται ορατό κυρίως μέσα σε δέσμη ηλιακών ακτίνων
νεοελλ.
καθένα από τα μόρια κολλοειδούς διαλύματος, το μικήλλιο
αρχ.
1. απόρριμμα προερχόμενο από αποφλοίωση («εἰς τὴν τίλην τοῦ χόρτου», πάπ.)
2. (γενικά) θρύμμα, θρύψαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τίλλω].