πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
ἰπῶ, -όω (Α) ίπος
1. (ιδίως σε εγχειρήσεις) καταπιέζω, συνθλίβω, συμπιέζω
2. παθ. ἰποῦμαι, -όομαι
πιέζομαι, συνθλίβομαι («ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» — συνθλιβόμενος, πιεζόμενος κάτω από τις ρίζες της Αίτνας, Αισχύλ.).