ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
κατουλῶ, -όω (Α)
συντελώ ώστε να κλείσει η πληγή και να σχηματιστεί ουλή, να μείνει μόνο το σημάδι της, επουλώνω («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῖν κατουλώσαι», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οὐλῶ «χαράσσω, προξενώ ουλές»].