κοπρογράφος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
κοπρογράφος, ὁ (Μ)
αυτός που γράφει αισχρά, χυδαία («κοπρογράφον, οὕτω χρεών καλεῖν γὰρ ἢ καλλιγράφον», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -γράφος (< γράφω)].