προσκοπώ

From LSJ
Revision as of 20:25, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

Greek Monolingual

-έω, Α σκοπῶ
1. παρατηρώ, στοχάζομαι εκ τών προτέρων
2. εξετάζω καλά εκ τών προτέρων («πάντα προσκοπεῖν ὅσα λέγει τις ἢ πράσσει τις», Σοφ.)
3. προβλέπω
4. μεριμνώ, φροντίζω («μὴ παθεῖν μᾱλλον προυσκόπουν», Θουκ.)
5. παρακολουθώ ως πρόσκοπος, ανιχνευτής, κατοπτεύω («ἐγὼ δ' Ἰὼν προσκέψομαι τὸν Παφλαγόνα», Αριστοφ.)
6. προτιμώ («πατρὸς δωμάτων προὐσκεψάμην τοὐμὸν», Ευρ.)
7. παθ. προσκοποῦμαι, -έομαι
εξετάζομαι ή καθορίζομαι εκ τών προτέρων
8. φρ. «προσκοπῶ εἴς τι» — προνοώ για κάτι.