Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
ἐπιφορῶ, -έω (AM)
επισωρεύω («κατύπερθε δὲ ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῦν γῆς ἐπεφόρησε», Ηρόδ.)
αρχ.
1. φέρω, προσφέρω
2. συλλαμβάνω ή έχω στην κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φορώ, επαναληπτικό, εμφατικό παράγωγο του φέρω.