μετακυκλούμαι

Revision as of 12:10, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

μετακυκλοῦμαι, -έομαι (Α)
(για τους αστέρες) μεταβάλλω την τροχιά μου («ἄλλοτε δὲ ἄλλα πρᾱττον πλανᾱσθαί τε καὶ μετακυκλεῖσθαι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κυκλοῦμαι «μεταβάλλομαι» (< κύκλος)].