κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
εὔπυρος, -ον (Α)με άφθονα σιτηρά, σιτοφόρος («εὔπυροι λειμῶνες», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυρός «σιτάρι»].