ὁμοιοειδής

Revision as of 13:10, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

ές, A of like form, species or kind, τινι Isoc.15.178, Arist.Cael.276b5,308b8 (v.l. ὁμοειδής), Epicur.Ep.1p.25U. (v.l. ὁμοειδής) ; τέρατα ὁμοιοειδῆ κανθάρῳ POxy.465.226 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 335] ές, gleichartig, von ähnlichem Ansehen; τινί, Isocr. 15, 178; S. Emp. adv. log. 1, 131; D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοειδής: -ές, ὁ τῆς αὐτῆς μορφῆς, τοῦ αὐτοῦ εἴδους, Ἀριστ. Φυσικ. 1. 4, 13, π. Οὐρ. 1. 8, 4., 4, 2, 2, κ. ἀλλ., ἀλλὰ συχν. μετὰ διαφ. γραφ. ὁμοειδής.

French (Bailly abrégé)

ής, έν;
de même apparence, de même espèce.
Étymologie: ὅμοιος, εἶδος.

Greek Monolingual

ὁμοιοειδής, -ές (Α)
ομοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιοειδής: одинакового вида, похожий по виду (τινι Isocr.).