ομοειδής
From LSJ
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁμοειδής, -ές)
1. αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, αυτός που έχει τις ίδιες ιδιότητες
2. αυτός που είναι όμοιος με άλλον στη μορφή ή στο σχήμα
αρχ.
1. ομογενής
2. αντίστοιχος («ἡλικίῃ μάλιστα τῇ ὁμοειδέϊ», Ιπποκρ.)
3. ομοιόμορφος
4. αυτός που δεν μεταβάλλεται, που δεν αλλάζει («ὁμοειδὲς ἄνθος», Διοσκ.)
5. (για συγγραφέα που αποφεύγει τις παρεκβάσεις) μονότονος
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοειδῆ
οι ομοιότητες.
επίρρ...
ομοειδώς (ΑΜ ὁμοειδῶς)
με όμοιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ειδής].