ομοειδής
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁμοειδής, -ές)
1. αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, αυτός που έχει τις ίδιες ιδιότητες
2. αυτός που είναι όμοιος με άλλον στη μορφή ή στο σχήμα
αρχ.
1. ομογενής
2. αντίστοιχος («ἡλικίῃ μάλιστα τῇ ὁμοειδέϊ», Ιπποκρ.)
3. ομοιόμορφος
4. αυτός που δεν μεταβάλλεται, που δεν αλλάζει («ὁμοειδὲς ἄνθος», Διοσκ.)
5. (για συγγραφέα που αποφεύγει τις παρεκβάσεις) μονότονος
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοειδῆ
οι ομοιότητες.
επίρρ...
ομοειδώς (ΑΜ ὁμοειδῶς)
με όμοιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ειδής].