δρυμόνιος
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
α, ον, A haunting the woods, epithet of Artemis, Orph.H. 36.12.
Greek (Liddell-Scott)
δρῡμόνιος: -α, -ον, ὁ διατρίβων εἰς τὰ δάση, Ὀρφ. Ὕμν. 35. 12.
Spanish (DGE)
(δρῡμόνιος) -α, -ον de los bosques epít. de Ártemis, Orph.H.36.12.
Greek Monolingual
δρυμόνιος, -α, -ον (Α)
αυτός που ζει στα δάση.