δίθηκτος

Revision as of 09:45, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

ον, A two-edged, ξίφος A.Pr.863.

Greek (Liddell-Scott)

δίθηκτος: -ον, δίκοπος, δίστομος, ξίφος Αἰσχύλ. Πρ. 863.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux tranchants.
Étymologie: δίς, θηκτός.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de doble filo ξίφος A.Pr.863.

Greek Monolingual

δίθηκτος, -ον (Α)
(για ξίφος) δίκοπος, δίστομος.

Greek Monotonic

δίθηκτος: -ον, αυτός που έχει δύο κόψεις, δίκοπος, δίστομος, ξίφος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δίθηκτος: обоюдоострый (ξίφος Aesch.).

Middle Liddell

δί-θηκτος, ον adj
two-edged, ξίφος Aesch.