δίκοπος

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για κοφτερό όργανο) αυτός που μπορεί να κόβει και με τις δύο άκρες της λεπίδας, δίστομος («δίκοπο μαχαίρι»)
2. για επιχείρημα που στρέφεται εναντίον κάποιου αλλά μπορεί και να στραφεί εναντίον αυτού που το χρησιμοποιεί.