διέσιον

From LSJ
Revision as of 09:55, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Grafía: graf. διαίσιον
divorcio, repudio διαισίῳ χρησάμενος ἀποπέμψειε ταύτην Iust.Nou.74.5, cf. Cod.Iust.1.3.52.15, Anecd.Ludw.118.12.

Greek Monolingual

διέσιον, το (Μ) δίεσις
διαζύγιο ή επιστολή που επικυρώνει τον χωρισμό συζύγων.