διαστόμωσις
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
εως, ἡ, A expansion, Alex.Aphr.Pr.1.93.
Greek (Liddell-Scott)
διαστόμωσις: -εως, ἡ, διάνοιξις, Ἀλ. Ἀφροδ. Προβλ. 1.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ dilatación del ano, Alex.Aphr.Pr.1.93.