δερματόπτερος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A with wings of skin, of the bat, Ar.Byz.Epit.120.7.
Spanish (DGE)
-ον
de alas de piel, membranosas del murciélago, Ar.Byz.Epit.120.7, Elias in Cat.211.3.
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για διάφορα είδη νυχτερίδων) αυτός που έχει φτερά από δέρμα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Δερματόπτερα
Θηλαστικά νυκτόβια του γένους τών Γαλεοπιθήκων.