ευμετάβολος

From LSJ
Revision as of 15:53, 25 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐμετάβολος, -ον)
1. ο ευμετάβλητος («τὰ βέβαια ταῦτα ἤθη καὶ οὐκ εὐμετάβολα», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβολο(ν)
η ευμεταβλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-βολή (< μεταβάλλω)].