φαφούτης
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
Greek Monolingual
φαφούτης, φαφούτα, φαφούτικο, θηλ. και φαφούτισσα, Ν
αυτός που του έχουν πέσει τα δόντια, που δεν έχει δόντια, ξεδοντιάρης, κουτσοδόντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ. από τον. ήχο που παράγεται όταν μιλά κάποιος που δεν έχει δόντια].