Καρυάτιδα

From LSJ
Revision as of 06:25, 2 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

η (AM Καρυᾶτις, -ιδος)
αρχιτ. κίονας που έχει γυναικεία μορφή και υποβαστάζει τον θριγκό ενός οικοδομήματος (α. «οι Καρυάτιδες του Ερεχθείου» β. «δειπνεῖν δεῑ ὑποστήσαντα τὴν ἀριστερὰν χεῑρα ὥσπερ αἱ Καρυάτιδες», Αθήν.)
αρχ.
1. ιέρεια τὴς Αρτέμιδος
2. επίθ. της Αρτέμιδος («ἄγαλμα ἕστηκεν Ἀρτέμιδος ἐν ὑπαίθρῳ Καρυάτιδος», Παυσ.)
2. (κατά τον Πολυδ.) είδος χορού προς τιμή της Αρτέμιδος στις Καρυές της Λακωνικής
3. είδος σκουλαρικιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τοπων. Καρύαι + κατάλ. -ᾶτις (πρβλ. Γυθ-άτις)].