ἀνθρωπαῖος

From LSJ
Revision as of 16:25, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375

Spanish (DGE)

-ον
que adopta la naturaleza humana de Cristo op. ἄνθρωπος Cyr.Al.Chr.Un.51.750A.

Greek Monolingual

ἀνθρωπαῖος, ο (Μ)
αυτός που κατοίκησε μέσα στον άνθρωπο (θεολογικός όρος που χρησιμοποιούν ο Κύριλλος και ο Ι. Δαμασκηνός για να αντικρούσουν τις απόψεις του Νεστόριου).