ἐκπίασμα
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ατος, τό, A = ἐκπίεσμα, Hsch. s.v. ἐπίτερα :
Spanish (DGE)
-ματος, τό
machacadura de plantas para hacer un conjuro PMag.5.70, ἐλαιῶν Hsch.s.u. ἐπιτερῆ.