γραμματιζούμενος
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
Greek Monolingual
-η, -ο
1. εγγράμματος, μορφωμένος
2. ειρων. αυτός που προβάλλει τον εαυτό του ως μορφωμένο χωρίς να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματίζω. Επιθετοποιημένη μετοχή μέσου ενεστώτα σε -ούμενος, αναλογικά σχηματισμένη προς τις μετοχές τών ρημάτων σε -ούμαι (πρβλ. μελλούμενο, γελαζούμενος)].