ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
το 1. άντρας προχωρημένης ηλικίας που έμεινε άγαμος (πρβλ. γεροντοκόρη)2. ακμαίος, άγαμος άντρας προχωρημένης ηλικίας.