δουλοπάροικος
From LSJ
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
Greek Monolingual
-ο
καλλιεργητής υποτελής του φεουδάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. «serf de la glebe»). Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδ. Κοραή].